- δυσμοιρος
- δύσμοιρος2Soph. = δύσμορος См. δυσμορος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δύσμοιρος — η, ο (AM δύσμοιρος Α και δύσμορος) δύστυχος, κακότυχος … Dictionary of Greek
δύσμοιρος — η, ο κακότυχος, κακόμοιρος, δύστυχος: Δεν έχει κανένα το δύσμοιρο ορφανό! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσμοίρων — δύσμοιρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμοίρῳ — δύσμοιρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμοιροτέρας — δυσμοιροτέρᾱς , δύσμοιρος fem acc comp pl δυσμοιροτέρᾱς , δύσμοιρος fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσμοιρ' — δύσμοιρα , δύσμοιρος neut nom/voc/acc pl δύσμοιρε , δύσμοιρος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμοιρος — η, ο (Α ἄμοιρος, ον) 1. αυτός που δεν έχει καλή μοίρα, δύσμοιρος, άτυχος, δυστυχής 2. (με γενική) αυτός που δεν μετέχει σε κάτι ή στερείται κάτι αρχ. ο απαλλαγμένος από κάτι κακό «ἄμοιρος ὕβρεως». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μοῖρα. ΠΑΡ. αμοιρέω,… … Dictionary of Greek
ιόμωροι — ἰόμωροι, οἱ (Α) (για τους Αργείους) 1. θορυβώδης, ταραχώδης, φωνακλάς («Ἀργεῑοι ἰόμωροι», Ομ. Ιλ.) 2. δυστυχής, άθλιος, δύσμοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. απαντά δύο φορές στην Ιλιάδα ως προσδιοριστικό τού ον. Αργείοι. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek